- κτεατίζω
- κτεατίζω, sich erwerben, verschaffen; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß; med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κτεατίζω — gain pres subj act 1st sg κτεατίζω gain pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεατίζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ. β. «αὖθις ἀπ ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, ατος (τὸ) + ίζω (πρβλ. κερματ ίζω, χρηματ ίζω)] … Dictionary of Greek
κτεατίσσῃ — κτεατίζω gain aor subj mid 2nd sg (epic) κτεατίζω gain aor subj act 3rd sg (epic) κτεατίζω gain fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεατίσαι — κτεατίζω gain aor inf act κτεατίσαῑ , κτεατίζω gain aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεατίσσεται — κτεατίζω gain aor subj mid 3rd sg (epic) κτεατίζω gain fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεατιζόμενος — κτεατίζω gain pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεατίζεται — κτεατίζω gain pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεατίσασθαι — κτεατίζω gain aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεατίσσατο — κτεατίζω gain aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτισα — κτεατίζω gain aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτισσα — κτεατίζω gain aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)